ξεπλέκω

ξεπλέκω
ξέπλεξα, ξεπλέχτηκα, ξεπλεγμένος
1. ανοίγω τις πλεξούδες γυναικείων μαλλιών: Με ξεπλεγμένα τα μαλλιά βγήκε στο παραθύρι.
2. διαλύω, χαλνώ, αποσυνδέω κάτι που είναι πλεγμένο: Έκανα ένα λάθος στην πλέξη και ξέπλεξα όλο το πλεχτό μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεπλέκω — ξεπλέκω, ξέπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπλέκω — 1. λύνω κάτι πλεγμένο, ξηλώνω («ξέπλεξα το πουλόβερ») 2. αφήνω λυτά τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πλέκω (αόρ. ἐξ έπλεξα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • αναπλέκω — (Α ἀναπλέκω και επικ. ἀμπλέκω) 1. πλέκω τα μαλλιά μου προς τα επάνω ή επιμελώς, καλοχτενίζω (στα αρχ. το μέσ 2. (για γραπτό λόγο) επεξεργάζομαι, καλλωπίζω, «χτενίζω» (νεοελλ 1. ξαναπλέκωτα λυμένα μου μαλλιά 2. λύνω τα πλεγμένα μου μαλλιά, ξεπλέκω …   Dictionary of Greek

  • αντιπλέκω — (AM ἀντιπλέκω) νεοελλ. ξεπλέκω μσν. κάνω δολοπλοκίες εναντίον κάποιου αρχ. πλέκω σταυρωτά (για ταινίες και επιδέσμους) …   Dictionary of Greek

  • εκπλέκω — (AM ἐκπλέκω) 1. λύνω 2. ξεπλέκω αρχ. 1. κατορθώνω 2. αναπτύσσω …   Dictionary of Greek

  • μεταπλέκω — (Α) ξεπλέκω και πλέκω κάτι με διαφορετικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξέπλεγμα — το [ξεπλέκω] λύσιμο πλεγμένου πράγματος …   Dictionary of Greek

  • ξέπλεκος — και ξέπλεγος, η, ο 1. (συν. για μαλλιά) ξεπλεγμένος, λυτός 2. αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξεπλέκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”